Νεότητα Θήρας

Ιστολόγιο του Γραφείου Νεότητας της Ιεράς Μητρόπολης Θήρας, Αμοργού & Νήσων

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2016

ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΕ ΕΚΔΟΤΗΡΙΟ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ


Από έναν φίλο ιερέα ,,,,,
Αναρωτιόμουν εάν έπρεπε να καταγράψω το σημερινό γεγονός μα τελικά πρωτίστως για μένα προχώρησα να σμιλέψω το χρόνο ώστε να μείνει στην χάραξη του, μην σβήσει εύκολα από την δική μου θύμηση. Το δημοσιοποιώ μήπως και κάποιον τον ωφελήσει, Θεός να δοξαστεί και μόνο. Αν όχι ας το προσπεράσει ως συναισθηματική έξαψη μου και παραλογισμό μου.
Είπα και εγώ να πάω να επισκεφτώ τον μικρό Δημητράκη (ας τον πούμε έτσι…σήμερα) στο ογκολογικό Νοσοκομείο για παιδιά «Ελπίδα» . Έλεγα ότι είναι καθήκον μου, ξεχείλισμα της καρδιάς μου. Πέστε το έτσι πέστε το για να επουλώσω την δική μου συνείδηση, πέστε το να δείξω ότι δήθεν είμαι εναρμονισμένος με τα ιερατικά και ποιμαντικά μου καθήκοντα, πέστε το για να γλυτώσω κάποιες γκίνιες ότι τώρα δήθεν δεν ενδιαφέρομαι, πέστε το για τα καλά σχόλια των ανθρώπων, το γεγονός είναι ότι πήγα άλλη μια φορά εκεί. Είναι αλήθεια ότι όποτε πάω ένα κάποιο βάρος το παίρνω μαζί μου.
Αφού είδα το Δημητράκη πάνω στο κρεβάτι να περιμένει να ολοκληρωθεί η θεραπεία της ημέρας αυτής, δεχόμενος στάλα στάλα την χημειοθεραπεία και συντροφιασμένο στο ανήφορο του από τον Κωσταντίνο και την Χριστίνα στα διπλανά κρεββάτια με Σίμωνες Κυρηναίους τους γονείς τους είπα να πω και εγώ δυο λόγια κατ’ ιδιαν στην μητέρα του. Άλλωστε με τον Δημητράκη τα είπαμε… μάλλον μου τα είπε, μου έκανε κατηχητικό σήμερα.
Το όλο κλίμα με είχε βέβαια φορτίσει. Ένοιωθα ένα κόμπο στο λαιμό βλέποντας και ακούγοντας τον Δημητράκη με τις αναμενόμενες μεν αλλαγές στην εμφάνιση του αλλά πολύ έντονες για μένα κατάλαβα ότι έπρεπε να πιέσω περισσότερο τα βλέφαρα μου να μην υγρανθούν. Νομίζω τα κατάφερα, άλλωστε ήξερα την τέχνη να υποκριθώ τον δυνατό. Έπρεπε να τα καταφέρω γιατί είμαι ιερέας και εγώ πρέπει να δείχνω δυνατός στην πίστη να κομίζω ελπίδα και να ζω πνευματικά έξω από αυτά τα εγκόσμια παροδικά και εφήμερα δήθεν. Έπρεπε να είμαι ο άλλος… ο σουπερήρωας!!!
Βγήκαμε έξω… στο προθάλαμο. Στην αίθουσα έξω εκεί που γίνεται το συναπάντημα των υγειών με τους …. «αρρώστους», των φίλων με τους … «φίλους». Εκεί που ο διάδρομος οδηγεί παιδιά γονείς συγγενείς νοσοκόμους γιατρούς σε θαλάμους και πόνους. Εκεί υπήρχαν 2-3 παρέες, συγγενών μάλλον, που συζητούσαν και δύο παιδιά. Πρέπει να ήταν 8 και 12 χρονών με χαρακτηριστικά στα πρόσωπά τους συνήθη για το μέρος αυτό που σαφώς έδειχναν ότι ήξεραν καλά τον χώρο ως δικό τους.
Στην αίθουσα αυτή αρχίζω να λέω τα γνωστά παχιά λόγια στην μητέρα του Δημητράκη περί πίστεως, υπομονής ελπίδας…. Λόγια που δεν κοστίζουν τίποτα σε μένα μα τα αξιοποιεί ο Θεός με τον δικό Του τρόπο και ω!!! του θαύματος προκαλούν βάλσαμο στις καρδίες των εσταυρωμένων του Γολγοθά. Εύκολα τα λόγια αυτά από μένα. Άλλωστε θεωρία μου είναι μέχρι στιγμής. Τζάμπα και όμορφα… Η μητέρα είχε στο πρόσωπο της ένα χαμόγελο και μια σιγουριά ότι όλα πάνε καλά. Δεν την είχα δει έτσι ποτέ… κάτι έκρυβε μέσα της πολύτιμο που πιθανών να μην το γνώριζε και η ίδια. Είχε μια σιγουριά πως ο Γολγοθάς είναι ενδιάμεσος προορισμός της για να πάει στον Πανάγιο Τάφο να προσκυνήσει και να χαρεί την Ανάσταση. Απλά δεν ξέρει πόσος μακρύς είναι ο δρόμος και πόση ανηφόρα ακόμα έχει. Ένοιωθα ότι τα λόγια μου έπρεπε να τα πω σε άλλον. Αυτή τα βίωνε και τα γνώριζε καλά. Ήταν στην πράξη, γνώριζε την θεωρία.
Κάποια στιγμή γίνεται κάτι …. Ένας ψηλός αδύνατος χλωμός και αξύριστος νοσοκόμος , λες και ήταν φιγούρα της Αποκαλύψεως, περνάει δίπλα μας και σέρνει ένα κρεββάτι με έναν ορό γαντζωμένο από μια σιδερένια κρεμάστρα . Ούτε το ένα τέταρτο του κρεββατιού δεν είχε χαλάσει από την όμορφη στρώση του. Όλο το κρεββάτι ανέγγιχτο καλά στρωμένο και ένας μικρός μπόγος χαλούσε την στρώση στο πάνω μέρος του κρεββατιού. Ένας μπόγος ούτε... το ένα τέταρτο του κρεββατιού. Στο κάτω μέρος μια νεαρή μάνα άγγιζε το κρεββάτι σκυμμένη αλλά όχι απελπισμένη. Το κρεββάτι έκρυβε καλά και πολύ εύκολα στα στρωσίδια του προφανώς ένα νήπιο. Περίμεναν το ασανσέρ να ανοίξει, να μπουν μέσα και οι τρεις τους να χαθούν, να πάνε σε έναν θάλαμο άραγε; Σταμάτησα να μιλάω. Δεν μπορούσα άλλωστε να μιλήσω. Δεν αντλούσα άλλα παχιά λόγια. Στέρεψα ξαφνικά. Κόπηκε το σχοινί από το πηγάδι μέσα μου και έπεφτα και εγώ μαζί του. Ένοιωθα να εκρήγνυται το στομάχι μου, Νιώθω πλέον ότι δεν μπορώ να βαστάξω άλλο τα βλέφαρα μου στεγνά, ζορίζομαι να τα καταφέρω. Ακόμα αντέχω. Θα τα καταφέρω πρέπει λέω μέσα μου. Πήγα ξαφνικά λες σε εκείνο το χωριουδάκι της Ναΐν … Λες και έβλεπα θολά πια σκηνές από την Σταύρωση, λες και άκουγα μέσα σε μια σιωπή τις κραυγές αυτής της μάνας που έσειαν συθέμελα το οικοδόμημα του νοσοκομείου ήρεμη συμβιβασμένη με το γεγονός που βίωνε.
Και εκεί που λέω αντέχω.. ναι αντέχω, εκεί που εύχομαι να ανοίξει η πόρτα του ασανσέρ για να στεφθώ νικητής ότι τα κατάφερα , το δάκτυλο εκείνης της μάνας αγγίζει με θαλπωρή κάτι στην άκρη του ορού…. Δεν θα ξεχάσω ποτέ στην ζωή μου το άγγιγμα αυτό. Είμαι σίγουρος. Στην άκρη του ορού … εκεί ήταν μια ολόκληρη παλάμη μισάνοιχτη ήρεμη λευκή αγγελική που ολόκληρη δεν θα ήταν ούτε όση το μικρό μου δάκτυλο του χεριού μου. Θα ήταν δεν ήταν κάποιων μηνών αυτή η παλάμη… Ένας άγγελος είχε στο χέρι του ένα εισιτήριο για τον ουρανό μαζί με ένα χάδι από την μάνα του.
Κάθισα βαριά στην καρέκλα που ήταν πίσω μου. Έβγαλα το καλυμμαύχι μου για να χωθώ μέσα στα σωθικά μου. Προσπαθούσα να κόψω την ανάσα μου γιατί θα βογκούσα από τον πόνο που είχαν οι μυς μου στα πνευμόνια μου από το τόσο ζόρι τόση ώρα που προσπαθούσα να φυλακίσω τους λυγμούς. Ευτυχώς για μένα άνοιξε εκείνη την στιγμή η ευλογημένη αυτή πόρτα του ασανσέρ και έκλεισε αμέσως δεχόμενη τους τρεις τους για να τους υψώσει ….
Εγώ όμως δεν μπορούσα να μην αναπνέω άλλο. Και η πρώτη ανάσα μου έφερε τους λυγμούς ενώ τα δάκρυα μου όρμηξαν να βγουν μετά από τόση προσπάθεια εγκλεισμού. Δεν μπορούσα να ανασάνω … Είχα σκύψει μέσα στο στήθος μου με την μητέρα που συνόδευα να στέκετε όρθια μπροστά μου. Αυτή ήταν όντως όρθια… «Πάτερ… Πάτερ σας βλέπουν, μου έλεγε αλλά ενώ τόσο πολύ ήθελα να σταματήσω και να υποκριθώ όπως πάντα άλλωστε ώστε να σώσω έστω και κάποιο μέρος από την δήθεν πνευματική υπόληψή μου τώρα όμως δεν μπορούσα.
Όταν η φαντασία εμφανίζεται ως πραγματικότητα αυτή που απογυμνώνεται είναι η φαντασία. Φανταζόμουν μεν, μα ηττήθηκα δε από την πράξη, πως υπάρχουν άγγελοι με εισιτήριο στο χέρι. Δεν μπορούσα … να συγκρατηθώ. «Πάτερ σας βλέπουν τα άλλα παιδιά γύρω» . Η κουβέντα αυτή ήταν κεραυνός . Σηκώθηκα λες και ήμουν λαβωμένος αλλά ζωντανός ακόμα και έπρεπε να μην χάσω την μάχη. Έκρυψα γρήγορα το πρόσωπο μου και στράφηκα σε αντίθετη κατεύθυνση μέσα στον διάδρομο αφήνοντας μόνη πίσω μου την μητέρα του Δημητράκη για να μην με δουν τα παιδιά. Πήγα στην τζαμαρία και μια δύναμη με έκανε να αυτόσυγκρατηθώ γιατί και πάλι έπρεπε…. για τα άλλα παιδία. Δεν γύρισα να δω αν με είχαν καταλάβει γιατί σίγουρα τότε θα με καταλάβαιναν. Αφού κατάφερα να ανασυγκροτηθώ και σταμάτησε ο λυγμός και η ορμή των δακρύων τρίβοντας καλά τα μάτια μου… σήκωσα τότε τα μάτια ψηλά και Του είπα: «Γιατί; Γιατί θες κι’ αλλους αγγέλους αφού είσαι παντοδύναμος και μπορείς και μόνος Σου να κάνεις όλη την δουλειά Σου;»
Νόμιζα ως συνηθώς ότι θα χαθώ μέσα στην σιωπή Του και στο θράσος μου. Το ερώτημα μου αν και δεν γεννήθηκε από μένα αναδύθηκε και σε μένα, σίγουρα δεν ήταν πρωτότυπο. Στόχευε ένα Θεό που ξέρω πώς σιωπά, που μένει λες και κοιτά αμέτοχος. Έτσι πάντα κάνει Αυτός. Σίγουρα ξέρει αλλά δεν την φανερώνει την απάντηση, θα έχει ερωτηθεί σίγουρα τόσες φορές. Και μέσα στην φουσκοθαλασσιά της ψυχής μου ένας ψίθυρος ήρθε τόσο αναπάντεχος μα και διακριτός που κάλυψε το κρότο μέσα μου. Την είχα γνώριμη την χροιά αυτού του ψίθυρου όταν από αυτόν άφησα τα πάντα για να ακολουθήσω….μια άλλη πορεία στην ζωή μου. Τόσα χρόνια είχα να τον ξανά ακούσω…. : «Γιατί θα μου τους χαλάσετε έτσι όπως είστε…»
Δεν Του είπα ότι έχεις δίκιο. Άλλωστε δεν ξέρω εάν θέλω να δεχτώ ότι έχει δίκιο. Απλά σιώπησα και απόλαυσα την γαλήνη που ήρθε μέσα στον πυρήνα κάθε κυττάρου μου. Σιώπησα και δέχτηκα μέρος του λόγου Του… ναι δεν αξίζουμε να έχουμε κάποιους αγγέλους ανάμεσα μας. Τα μάτια μου πονούσαν … μα η καρδιά μου ματωμένη και μελανιασμένη από τις γροθιές μέσα μου ανάσανε πιά πιο καλά και από το πρωί… λες και άλλαξε η ατμόσφαιρα όλου του πλανήτη. Συνειδητοποίησα ότι βρισκόμουν σε εκδοτήριο εισιτηρίων αγγέλων…. Κάποιοι θα έχαναν το αεροπλάνο για τον ουρανό και κάποιοι θα κέρδιζαν το ταξίδι…. Θα ταξίδευαν σε «χώραν μακράν… ζώντας ασώτως» για μας για μια ασωτία ξένη από την δική μας και εκείνοι οι άγγελοι ξέρουν να ασωτεύουν καλύτερα από μας.
Η μητέρα του Δημητράκη ήταν ακόμα όρθια και με κοιτούσε που ήμουν στην τζαμαρία του διαδρόμου. Γύρισα, ζήτησα συγνώμη σαφώς συγκρατημένος αλλά αλλοιωμένος. Είπαμε τα λόγια του αποχαιρετισμού… και έφυγα χωρίς να της πω τίποτα. Εκείνη έμεινε κοντά στον δικό της άγγελο να του δώσει το υπόλοιπο μιας μπανάνας.
Στο κήπο εκείνου του εκδοτηρίου εισιτηρίων για αγγέλους….κοντοστάθηκα να προσγειωθώ ακόμα πιο γερά. Σήμερα έφευγα για πρώτη φορά από εκεί χωρίς βάρος. Ο ψίθυρος αντιλαλούσε ακόμα μέσα μου…. Μια αύρα λεπτή.. τόσο λεπτή και τόσο ωραία… μακάρι να έκλεβα και εγώ κανένα τέτοιο εισιτήριο για αυτόν τον προορισμό από αυτούς τους αγγέλους, να ξέμενε πίσω κανένας μα αλώβητος …. για να μας πει τα νέα του ουρανού μήπως αλλάξει κάτι από τον κόσμο μας. Σίγουρα αυτοί οι άγγελοι ξέρουν να γλεντούν καλύτερα εκεί που πάνε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου